Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Μνήμες



Καλύτερα πολλές μνήμες διάφορες να βάλεις στο μυαλό σου,


για να χεις πριν το τέλος να θυμάσαι.


Αυτές θα σε κρατήσουν δυνατό μέχρι το τέλος.



Κι ακόμα περισσότερο αυτά π' ουτε φαντάστηκες 


(πριν έρθουν από μόνα τους να σε βρουν και δεν τα έδιωξες  )


σοφότερο σε κάνουν!





Αν δεν μαζέψεις όλα αυτά που θέλεις στο μυαλό σου ,


άδειο θάν το παράθυρο που θα χεις να κοιτάς 


και τότε πια δεν θα μπορείς την θέα του να φτιάξεις 


γιατί τα εργαλεία πια θα έχουνε σαπίσει 


και λίγα θά'ναι τα κεριά που θα χεις για να σβήσεις

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Θεός vs Σατανάς



Εν αρχή ο Θεός γέμισε τη γη με μπρόκολο, κουνουπίδι και σπανάκι,πράσινα, κίτρινα και κόκκινα λαχανικάόλων των ειδών, ώστε ο άνδρας και η γυναίκα να ζήσουν υγιεινά και παντοτινά. Ο σατανάς όμως δημιούργησε τα Haagen Dazs και τα διάφορα cookies. Και ρώτησε: «Λίγη ακόμη σάλτσα βύσσινου;»και ο άνδρας απήντησε: «Ευχαρίστως!»και η γυναίκα πρόσθεσε: «Παρακαλώ για μένα άλλη μια ζεστή βάφλα με σαντιγύ!». Και έτσι πήραν και οι δύο από 5 κιλά . Και ο Θεός δημιούργησε το γιαούρτι, ώστε να διατηρήσει η γυναίκα το σώμα της όπως άρεσε στον άνδρα.Και ο σατανάς δημιούργησε από το σιτάρι το άσπρο αλεύρι και από το ζαχαροκάλαμο τη ζάχαρη και τα συνδύασε.Και η γυναίκα άλλαξε νούμερο στην ένδυσή της και πήγε από το 38 στο 46.  Και έτσι είπε ο Κύριος: «Δοκίμασε το φρέσκο μαρούλι μου!» Και ο σατανάς εφεύρε το ντρέσσιγκ και το σκορδόψωμο ως συνοδευτικά.Και οι άνδρες και οι γυναίκες μετά από αυτή την απόλαυσηάνοιξαν τις ζώνες τους κατά τουλάχιστον μία τρύπα.   Ο Κύριος όμως είπε: «Σας έδωσα φρέσκα λαχανικά και ελαιόλαδο, στοοποίο να μαγειρεύετε υγιεινά!»Και ο σατανάς συνόδεψε τα φαγητά αυτά με δεύτερο πιάτο,από νόστιμες μπουκίτσες από ψωμάκια, τυράκια camembert, αστακό σε  βούτυρο μυρωδάτοκαι φιλετάκια κοτόπουλου.Και οι τιμές χοληστερίνης του ανθρώπου ανέβηκαν στα ουράνια. Ετσι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο αθλητικά παπούτσια, ώστε να χάσει μερικά κιλά με την άθληση.. Και ο σατανάς δημιούργησε την δορυφορική τηλεόραση και τα DVD μαζί μετα τηλεχειριστήρια,για να μην κουράζεται ο άνθρωπος με το ζάπινγκ.Και οι άνδρες και οι γυναίκες γελούσαν και έκλαιγαν μπροστά την οθόνη  και άρχισαν να φοράνε ελαστικές φόρμες αδυνατίσματος. Ετσι ο Θεός δημιούργησε την πατάτα, φτωχή σε λίπος και κάλιο καιγεμάτη θρεπτικές ουσίες.Και ο σατανάς αφαίρεσε την φλούδα και έκοψε το εσωτερικό της σε πατατάκια,  τα οποία τηγάνησε και τα κάλυψε με πολύ αλάτι..Και ο άνθρωπος πήρε μερικά κιλά ακόμη… Ο Θεός όμως έφερε το άπαχο κρέας, ώστε τα τέκνα του να χορταίνουνπρολαμβάνοντας λιγότερες θερμίδες. Και ο σατανάς έφερε τα Goodys και το τσίζμπουργκερ των 99 λεπτών. Και ρώτησε ο σατανάς: «Θέλεις και τηγανητές πατάτες;»Και είπε ο άνθρωπος: «Βεβαίως, μια μεγάλη μερίδα με μαγιονέζα!».Kαι σχολίασε ο σατανάς: «Ετσι μπράβο!» Και ο άνθρωπος έπαθε έμφραγμα.  Και ο Θεός αναστέναξε και δημιούργησε το τετραπλό μπαϊ-πάς της καρδιάς.Και τότε ο σατανάς είπε ‘είπαμε να παίζουμε τίμια’…  Και δημιούργησε τις τραπεζες  !!!!!

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Φιλανθρωπία


‘’ Δε συμφωνώ . Είναι απαραίτητη οι φτωχοί .


Αν δεν υπήρχαν αυτοί 


ποιους θα λυπούμαστε ; 

ποιους θα ελεούσαμε;


Θα ταν δύσκολο για τον ανθρωπισμό μας 


 να αποδεικνύετε.  ‘’



Κώστας Μόντης

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Η δεσποινίς Ιουλία



Άντον Τσέχωφ: Διηγήματα 
 
«Tις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της. 
- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν...Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα... 
- Για σαράντα.
- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...
- Δύο μήνες και πέντε μέρες... 
- Δύο μήνες ακριβώς... Το 'χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
- Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό...Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια...Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε δύο ρούβλια...Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια,ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο
και έσκισε το σακάκι του...Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι''αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...
- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα,μουρμούρισε η Ιουλία.
- Το 'χω σημειώσει!
- Καλά...
- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια,μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε... Αυτά είναι όλα-όλα που δανείστηκα.
- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ' τα... Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου. - Και γιατί με ευχαριστείς;
- Για τα χρήματα.
- Μα, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
- Οι άλλοι δε μου έδιναν τίποτα!...
- Δε σου έδιναν τίποτα. Φυσικά!Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! 
Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε…»